ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — το βλ. ρέμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων … Dictionary of Greek
αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek